κακοηθιζομαι

κακοηθιζομαι
    κακοηθίζομαι
    κᾰκο-ηθίζομαι
    представлять в дурном свете, чернить
    

τῷ διαβάλλοντι κακοηθιστέον ἐπὴ τὸ χεῖρον Arst. — обвиняющему приходится представлять (своего противника) в дурном свете и с дурной стороны


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κακοηθιζομαι" в других словарях:

  • κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοηθιζομένους — κακοηθίζομαι ill disposed pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθιζοίμεθα — κακοηθίζομαι ill disposed pres opt mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθισάμενος — κακοηθίζομαι ill disposed aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθίζεσθαι — κακοηθίζομαι ill disposed pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθίζηται — κακοηθίζομαι ill disposed pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκακοηθίζετο — κακοηθίζομαι ill disposed imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»