κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) … Dictionary of Greek
κακοηθιζομένους — κακοηθίζομαι ill disposed pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθιζοίμεθα — κακοηθίζομαι ill disposed pres opt mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθισάμενος — κακοηθίζομαι ill disposed aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθίζεσθαι — κακοηθίζομαι ill disposed pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθίζηται — κακοηθίζομαι ill disposed pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκακοηθίζετο — κακοηθίζομαι ill disposed imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)